λανάρι

λανάρι
το (Μ λανάρι)
εργαλείο με το οποίο ξαίνεται και καθαρίζεται το μαλλί πριν από το κλώσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. λανάριον, ουδ. τού επιθ. λανάριος < λατ. lanarius «εριουργός» < λατ. lana, -ae «έριον, μαλλί»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λανάρι — το η λανάρα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαναρίζω — [λανάρι] ξαίνω μαλλί με τη λανάρα …   Dictionary of Greek

  • λανάρα — η 1. το λανάρι 2. η λαναριστική μηχανή. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λανάρι, κατά τα μεγεθ. σε άρα] …   Dictionary of Greek

  • λαναράς — ο [λανάρι] 1. αυτός που ξαίνει μαλλί, βαμβάκι ή λινάρι με το λανάρι 2. ο χειριστής λαναριστικής μηχανής 3. ο κατασκευαστής ή πωλητής λαναριών …   Dictionary of Greek

  • αναξαίνω — (Α ἀναξαίνω) [ξαίνω] νεοελλ. 1. ξαίνω μάλλινο ύφασμα για να αποκτήσει χνούδι 2. ξαίνω το μετάξι με το λανάρι και σχηματίζω τουλούπα αρχ. 1. (για τραύμα) ανοίγω πάλι, ξαναξύνω, αποξύνω 2. αναζωπυρώνω, ανακινώ, ανανεώνω …   Dictionary of Greek

  • ξάντης — ο, θηλ. ξάντρια (Α ξάντης, θηλ. ξάντρια) [ξαίνω] εργάτης ειδικός για την ξάνση τού ερίου, λαναράς νεοελλ. το εργαλείο τού λαναρίσματος, η λανάρα, το λανάρι αρχ. (το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.) Ξάντριαι τίτλος δράματος τού Αισχύλου που δεν… …   Dictionary of Greek

  • χτένι — το / κτένιον, ΝΜΑ, και κτένι Ν, και κτένιν Μ εργαλείο που φέρει στη μία, ιδίως, πλευρά, πυκνές οδοντωτές προεξοχές για τον χωρισμό και την τακτοποίηση τών μαλλιών, η τσατσάρα νεοελλ. 1. εξάρτημα τού αργαλειού, που διαχωρίζει τις κλωστές τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”